Υπάρχει μια τέχνη «σοβαρή» που στοχεύει το νου και μέσα απ’ αυτό τον κόσμο, και μια τέχνη «μη σοβαρή» που δηλώνει καθαρά και ξάστερα την αδυναμία της για οτιδήποτε. Μια τέχνη παιχνίδι, με την πιο καθαρή και απόλυτη έννοια της λέξης –όπως ο ντανταϊσμός και ο σουρεαλισμός της πρώτης του περιόδου-, που μοναδικός λόγος ύπαρξής της είναι η «κάθαρση» του ίδιου του καλλιτέχνη, ο οποίος μόνο παρεπιπτόντως είναι δυνατό να «αποκαθάρει» και άλλους. Είναι φανερό πως πρόκειται για μια τέχνη κατ’ αρχήν και κατ’ εξοχήν αναρχική που, ωστόσο, μέσα απ’ τον ακατάστατο εξομολογητικό της χείμαρρο μπορεί να ξεβράσει αλήθειες τερατώδεις σαν αυτές του παιδιού και του τρελού.
Τέτοια είναι και τούτη η ταινία του «τραυματισμένου καλλιτέχνη» Νίκου Αλευρά, που «αναστενάζει» σκάζοντας στα γέλια καθώς ακούει τους ίδιους του τους αναστεναγμούς.
Και χρειάζεται πάρα πολύ κουράγιο για να μπορείς να διασκεδάζεις με τον πόνο σου.
Και πάρα πάρα πολύ εντιμότητα για να τα δηλώνεις αυτά δημοσίως, χωρίς ίχνος ταρτούφικης σοβαροφάνειας. Η ταινία του Αλευρά είναι ένα τόλμημα κι ένα πείραμα ανάλογο μ’ αυτά του Άντι Ουόρχολ κι ολόκληρου του «αντεργκράουντ» κινηματογράφου. Άλλωστε, είναι η μοναδική «αντεργκράουντ» ελληνική ταινία.
Και για να γίνει σωστά αντιληπτή απ’ τον απροκατάληπτο θεατή, πρέπει αυτός ν’ αφήσει στο φουαγιέ τη σοβαροφάνειά του και την κουλτούρα του. Τέτοιου είδους ταινίες είτε τις δέχεσαι εξ ολοκλήρου όταν μπορείς να ξαναβρείς την ξεχασμένη σου παιδικότητα, είτε τις απορρίπτεις εξ ολοκλήρου όταν έχεις γεράσει ανεπανόρθωτα. Κριτική στις «λεπτομέρειες» δεν μπορεί να γίνει διότι, απλούστατα, δεν υπάρχουν λεπτομέρειες.